Συνήθως στις εκπαιδευτικές συζητήσεις πολλοί παράγοντες δεν αναφέρονται ή δεν αναλύονται επαρκώς. Το εκπαιδευτικό σύστημα απλοποιείται, ο ρόλος ενός ή δύο παραγόντων γιγαντώνεται και ταυτόχρονα πολλοί άλλοι παράγοντες αποσιωπούνται. Έτσι, αποφάσισα να γράψω για μία σειρά παραγόντων που, αν και συνήθως δεν αναδεικνύονται, είναι κρίσιμοι αν θέλουμε να βελτιώσουμε την εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Ένας από αυτούς είναι η αύξηση της χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας. Υπάρχουν πολλά σημαντικά θέματα τα οποία μόνο η έρευνα μπορεί να τα λύσει. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστεί η ΔΕΠΥ ή ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα για τους μαθητές που δυσκολεύονται στα μαθηματικά και τι πρέπει να κάνουμε για να τους βοηθήσουμε.
Ενώ σε άλλους χώρους η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας είναι αυτονόητη — όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να αυξηθεί η χρηματοδότηση της ιατρικής έρευνας αν θέλουμε να θεραπευτούν ασθένειες που σήμερα είναι ανίατες — δε συμβαίνει το ίδιο με τον χώρο της εκπαίδευσης. Δυστυχώς, πολύ συχνά επιρρίπτονται στους εκπαιδευτικούς ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Λ.χ., κατηγορούνται για ελλιπή διδασκαλία της κριτικής σκέψης, ενώ στην πραγματικότητα η παιδαγωγική επιστήμη δεν προσφέρει αυτήν τη στιγμή ένα επαρκές θεωρητικό πλαίσιο, ομόφωνα αποδεκτό, για τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης και της σκέψης γενικότερα.
Ωστόσο, επειδή η εκπαίδευση είναι πολύπλοκο σύστημα, δεν αρκεί να αυξηθεί η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας. Είναι απαραίτητο τα πορίσματά της να φτάσουν στον εκπαιδευτικό της τάξης, να κατανοηθούν και να εφαρμοστούν. Κι αυτό είναι αρκετά δύσκολο. Λόγου χάρη, ενώ εδώ και χρόνια έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχουν μαθησιακά στιλ, αυτά εξακολουθούν να εμφανίζονται στους χώρους της εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο.
Εν μέρει για αυτήν την κατάσταση ευθύνεται η ίδια η φύση της θεωρητικής έρευνας η οποία απευθύνεται σε άτομα που είναι έξω από την τάξη, με αποτέλεσμα να είναι δυσνόητη για τον εκπαιδευτικό. Η πιο απλή λύση είναι να δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρωτικά πορίσματα ερευνών (π.χ., τι ξέρουμε σήμερα για τη δυσλεξία ή ποιοι θεωρούμε ότι είναι οι καλύτεροι τρόποι διδασκαλίας των μαθηματικών) προσαρμοσμένα στην εκπαιδευτική πράξη. Εξίσου σημαντικό είναι οι εκπαιδευτικοί να προετοιμάζονται κατάλληλα στα πανεπιστήμια, ώστε να αναζητούν τις πληροφορίες που χρειάζονται στις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούν οι πανεπιστημιακοί.
Βεβαίως, ακόμα και αν πραγματοποιηθούν τα παραπάνω, είναι αναγκαίο ο εκπαιδευτικός να επιθυμεί να επιμορφωθεί και η επιμόρφωση να είναι αποτελεσματική. Κάποιες σκέψεις για αυτήν την πτυχή θα αναφέρω σε επόμενη ανάρτηση.
Ένας από αυτούς είναι η αύξηση της χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας. Υπάρχουν πολλά σημαντικά θέματα τα οποία μόνο η έρευνα μπορεί να τα λύσει. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστεί η ΔΕΠΥ ή ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα για τους μαθητές που δυσκολεύονται στα μαθηματικά και τι πρέπει να κάνουμε για να τους βοηθήσουμε.
Ενώ σε άλλους χώρους η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας είναι αυτονόητη — όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να αυξηθεί η χρηματοδότηση της ιατρικής έρευνας αν θέλουμε να θεραπευτούν ασθένειες που σήμερα είναι ανίατες — δε συμβαίνει το ίδιο με τον χώρο της εκπαίδευσης. Δυστυχώς, πολύ συχνά επιρρίπτονται στους εκπαιδευτικούς ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Λ.χ., κατηγορούνται για ελλιπή διδασκαλία της κριτικής σκέψης, ενώ στην πραγματικότητα η παιδαγωγική επιστήμη δεν προσφέρει αυτήν τη στιγμή ένα επαρκές θεωρητικό πλαίσιο, ομόφωνα αποδεκτό, για τη διδασκαλία της κριτικής σκέψης και της σκέψης γενικότερα.
Ωστόσο, επειδή η εκπαίδευση είναι πολύπλοκο σύστημα, δεν αρκεί να αυξηθεί η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας. Είναι απαραίτητο τα πορίσματά της να φτάσουν στον εκπαιδευτικό της τάξης, να κατανοηθούν και να εφαρμοστούν. Κι αυτό είναι αρκετά δύσκολο. Λόγου χάρη, ενώ εδώ και χρόνια έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχουν μαθησιακά στιλ, αυτά εξακολουθούν να εμφανίζονται στους χώρους της εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο.
Εν μέρει για αυτήν την κατάσταση ευθύνεται η ίδια η φύση της θεωρητικής έρευνας η οποία απευθύνεται σε άτομα που είναι έξω από την τάξη, με αποτέλεσμα να είναι δυσνόητη για τον εκπαιδευτικό. Η πιο απλή λύση είναι να δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρωτικά πορίσματα ερευνών (π.χ., τι ξέρουμε σήμερα για τη δυσλεξία ή ποιοι θεωρούμε ότι είναι οι καλύτεροι τρόποι διδασκαλίας των μαθηματικών) προσαρμοσμένα στην εκπαιδευτική πράξη. Εξίσου σημαντικό είναι οι εκπαιδευτικοί να προετοιμάζονται κατάλληλα στα πανεπιστήμια, ώστε να αναζητούν τις πληροφορίες που χρειάζονται στις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούν οι πανεπιστημιακοί.
Βεβαίως, ακόμα και αν πραγματοποιηθούν τα παραπάνω, είναι αναγκαίο ο εκπαιδευτικός να επιθυμεί να επιμορφωθεί και η επιμόρφωση να είναι αποτελεσματική. Κάποιες σκέψεις για αυτήν την πτυχή θα αναφέρω σε επόμενη ανάρτηση.
Σχόλια