Πριν χρόνια περίπου τέτοια εποχή είχα ανακοινώσει με ενθουσιασμό την απόφασή μου η τάξη να συμμετάσχει σε έναν μαθηματικό διαγωνισμό. «Όχι!» φώναξε ένας μαθητής πανικόβλητος. Από τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πρέπει να πηγαίνει καλά με τους διαγωνισμούς.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν εμπειρικές έρευνες οι οποίες να δείχνουν αν οι διαγωνισμοί έχουν θετική επίδραση στους μαθητές. Αν υπάρχουν θα ήθελα πολύ να τις δω. Από όσο ξέρω δεν υπάρχουν. Ξέρω όμως ότι έχει μελετηθεί η επίδραση της συνεργασίας και του ανταγωνισμού στη μάθηση των μαθητών και νικήτρια έχει αναδειχθεί η συνεργασία. Αν δούμε την κατάταξη του John Hattie στην 72η θέση φαίνεται ότι η συνεργατική μάθηση υπερτερεί της ανταγωνιστικής. Οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα όταν συνεργάζονται μεταξύ τους και όχι όταν ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Επομένως, δεν καταλαβαίνω γιατί ξεφυτρώνουν διαρκώς καινούριοι διαγωνισμοί.
Υποτίθεται ότι με τους διαγωνισμούς αυξάνονται τα κίνητρα των μαθητών, μαθαίνουν από τα λάθη τους, μαθαίνουν να διαχειρίζονται την αποτυχία τους, αποκτούν αυτογνωσία. Το πρόβλημα είναι ότι η βιβλιογραφία δεν υποστηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς. Για παράδειγμα, στην ίδια ακριβώς κατάταξη (στη 2η θέση) φαίνεται ότι οι μαθητές έχουν ήδη αυτογνωσία. Είναι πολύ καλοί στο να προβλέπουν τους βαθμούς τους. Συνεπώς, πώς θα κατακτήσουν κάτι που ήδη κατέχουν;
Προφανώς, οι μαθητές μαθαίνουν από τα λάθη τους. Αρκεί να αντέχουν το ψυχολογικό κόστος. Οι έρευνες στην αυτοαποτελεσματικότητα, η οποία σύμφωνα με την ίδια κατάταξη επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την επίδοση των μαθητών (βρίσκεται στην 11η θέση), δείχνουν ότι η επίδοση, η επιμονή, το πείσμα και γενικότερα τα κίνητρα των μαθητών αυξάνονται, όταν ασχολούνται με δύσκολα έργα τα οποία όμως ολοκληρώνουν επιτυχώς. Απεναντίας, οι αποτυχίες, και ειδικά οι τόσο θεαματικές αποτυχίες όπως αυτές ενός διαγωνισμού, μειώνουν τα κίνητρα των μαθητών και είναι δυνατόν να λειτουργήσουν καταστροφικά για τη μελλοντική μαθησιακή τους πορεία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο μαθητής μου βροντοφώναξε: «Όχι!»· οι διαρκείς αποτυχίες που είχε βιώσει στο παρελθόν δεν του επέτρεπαν να αντέξει μία ακόμα.
Οι διαγωνισμοί είναι της μόδας, μεταξύ άλλων, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: δεν έχουμε μάθει να στηρίζουμε τις διδακτικές μας πρακτικές στην έρευνα. Δεν φτάνει η προσωπική μας άποψη ή η προσωπική μας εμπειρία για να θεμελιώσουμε ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, όπως ένας εκπαιδευτικός διαγωνισμός. Χρειάζεται θεωρητική και εμπειρική θεμελίωση για την παιδαγωγική αξία. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει, από τη στιγμή που η έρευνα δείχνει ακριβώς το αντίθετο, από τη στιγμή που η προσωπική μας εμπειρία συγκρούεται με την έρευνα, μία λύση μένει: να αλλάξει η άποψή μας. Τουλάχιστον μέχρι να αναδυθούν νέα ερευνητικά δεδομένα και να αλλάξουμε γνώμη ξανά.
ΥΓ
Δύο πράγματα για τον John Hattie μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν εμπειρικές έρευνες οι οποίες να δείχνουν αν οι διαγωνισμοί έχουν θετική επίδραση στους μαθητές. Αν υπάρχουν θα ήθελα πολύ να τις δω. Από όσο ξέρω δεν υπάρχουν. Ξέρω όμως ότι έχει μελετηθεί η επίδραση της συνεργασίας και του ανταγωνισμού στη μάθηση των μαθητών και νικήτρια έχει αναδειχθεί η συνεργασία. Αν δούμε την κατάταξη του John Hattie στην 72η θέση φαίνεται ότι η συνεργατική μάθηση υπερτερεί της ανταγωνιστικής. Οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα όταν συνεργάζονται μεταξύ τους και όχι όταν ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Επομένως, δεν καταλαβαίνω γιατί ξεφυτρώνουν διαρκώς καινούριοι διαγωνισμοί.
Υποτίθεται ότι με τους διαγωνισμούς αυξάνονται τα κίνητρα των μαθητών, μαθαίνουν από τα λάθη τους, μαθαίνουν να διαχειρίζονται την αποτυχία τους, αποκτούν αυτογνωσία. Το πρόβλημα είναι ότι η βιβλιογραφία δεν υποστηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς. Για παράδειγμα, στην ίδια ακριβώς κατάταξη (στη 2η θέση) φαίνεται ότι οι μαθητές έχουν ήδη αυτογνωσία. Είναι πολύ καλοί στο να προβλέπουν τους βαθμούς τους. Συνεπώς, πώς θα κατακτήσουν κάτι που ήδη κατέχουν;
Προφανώς, οι μαθητές μαθαίνουν από τα λάθη τους. Αρκεί να αντέχουν το ψυχολογικό κόστος. Οι έρευνες στην αυτοαποτελεσματικότητα, η οποία σύμφωνα με την ίδια κατάταξη επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την επίδοση των μαθητών (βρίσκεται στην 11η θέση), δείχνουν ότι η επίδοση, η επιμονή, το πείσμα και γενικότερα τα κίνητρα των μαθητών αυξάνονται, όταν ασχολούνται με δύσκολα έργα τα οποία όμως ολοκληρώνουν επιτυχώς. Απεναντίας, οι αποτυχίες, και ειδικά οι τόσο θεαματικές αποτυχίες όπως αυτές ενός διαγωνισμού, μειώνουν τα κίνητρα των μαθητών και είναι δυνατόν να λειτουργήσουν καταστροφικά για τη μελλοντική μαθησιακή τους πορεία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο μαθητής μου βροντοφώναξε: «Όχι!»· οι διαρκείς αποτυχίες που είχε βιώσει στο παρελθόν δεν του επέτρεπαν να αντέξει μία ακόμα.
Οι διαγωνισμοί είναι της μόδας, μεταξύ άλλων, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: δεν έχουμε μάθει να στηρίζουμε τις διδακτικές μας πρακτικές στην έρευνα. Δεν φτάνει η προσωπική μας άποψη ή η προσωπική μας εμπειρία για να θεμελιώσουμε ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, όπως ένας εκπαιδευτικός διαγωνισμός. Χρειάζεται θεωρητική και εμπειρική θεμελίωση για την παιδαγωγική αξία. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει, από τη στιγμή που η έρευνα δείχνει ακριβώς το αντίθετο, από τη στιγμή που η προσωπική μας εμπειρία συγκρούεται με την έρευνα, μία λύση μένει: να αλλάξει η άποψή μας. Τουλάχιστον μέχρι να αναδυθούν νέα ερευνητικά δεδομένα και να αλλάξουμε γνώμη ξανά.
ΥΓ
Δύο πράγματα για τον John Hattie μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σχόλια