Μια μέρα, κατά τη διάρκεια συζήτησης στην τάξη, ένα κοριτσάκι είχε σαστίσει. «Συμφωνείς με αυτά που σου λένε οι συμμαθητές σου;» τη ρώτησα. «Ναι» μου απάντησε. «Τότε δεν πρέπει να αλλάξεις γνώμη, αφού πιστεύεις ότι τελικά η άποψή σου δεν ήταν σωστή;». «Ναι, κύριε» και ηρέμησε αμέσως.
Όταν μιλάμε για την κριτική σκέψη, έχουμε κατά νου το πώς θα βελτιώσουμε τη σκέψη των μαθητών. Η πραγματικότητα όμως είναι πολυπλοκότερη: δεν αρκεί να μάθουν να σκέφτονται· πρέπει και να επιθυμούν να σκέφτονται, να έχουν το θάρρος να λένε τη γνώμη τους, να έχουν το θάρρος να αλλάζουν γνώμη. Τι νόημα έχει να εκπαιδεύσεις ανθρώπους να σκέφτονται κριτικά και να μη θέλουν να το κάνουν; Δεν πρέπει δηλαδή να μάθουν να σκέφτονται μόνο με συγκεκριμένο τρόπο· πρέπει να μάθουν να τους αρέσει να συμπεριφέρονται και με συγκεκριμένο τρόπο.
Για αυτόν τον λόγο τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι μιλούν για την ανάγκη να καλλιεργηθούν στους μαθητές και οι αντίστοιχες στάσεις ή προδιαθέσεις ή συνήθειες του νου. Δυστυχώς, όπως και να τις ονομάσεις, δεν υπάρχει ομοφωνία για το ποιες είναι και ο κάθε ερευνητής υποστηρίζει τη δική του άποψη. Γράφοντας το βιβλίο μου, «Διδάσκοντας την Κριτική Σκέψη στο Δημοτικό σχολείο: Πράξη και Θεωρία», προσπάθησα να βάλω μία τάξη σε αυτό το χάος. Κατέληξα σε τρεις στάσεις: την κριτική διάθεση, την παρρησία και την πρόσκληση.
Η κριτική διάθεση είναι η όρεξη που έχει ο άνθρωπος να κρίνει τα λεγόμενα των άλλων ή τις δικές του σκέψεις. Αντί δηλαδή να ενθουσιάζεται ή να απορρίπτει αμέσως μια γνώμη, το άτομο που έχει ανεπτυγμένη κριτική διάθεση σκέφτεται περισσότερο πριν αποφασίσει. Και όταν λέω περισσότερο εννοώ περισσότερο. Το να ψάξεις μια-δυο ώρες στο διαδίκτυο για ένα θέμα που αγνοείς εντελώς δεν αποτελεί ένδειξη αναπτυγμένης κριτικής διάθεσης. Η κριτική σκέψη είναι μία συστηματική, χρονοβόρα και επίπονη νοητική δραστηριότητα, τα αποτελέσματα της οποίας βελτιστοποιούνται μέσα από τη βαθιά γνώση. Η βαθιά γνώση δεν κατακτιέται με μία-δύο ώρες περιήγηση στο διαδίκτυο. Φυσικά, το άτομο που έχει ανεπτυγμένη κριτική διάθεση αφιερώνει αντίστοιχο χρόνο και στην αυτοκριτική.
Ωστόσο, η κριτική διάθεση δεν αρκεί. Εξίσου σημαντικό με το να αγκαλιάζεις με ενθουσιασμό όλη αυτή την κοπιαστική νοητική διαδικασία είναι να έχεις και το θάρρος να φανερώνεις στους άλλους την κρίση σου. Δεν έχει κανένα νόημα να σκέφτεσαι κριτικά και να μην το δείχνεις. Άρα, πρέπει να καλλιεργηθεί και μία δεύτερη στάση, την οποία ονομάζω παρρησία. Να μάθει το άτομο με θάρρος, με παρρησία να λέει τη γνώμη του και να την τεκμηριώνει.
Το να λες όμως την άποψή σου και παράλληλα να αρνείσαι κάθε κριτική, ουσιαστικά ακυρώνει την κριτική σκέψη. Είναι απαραίτητη, επομένως, μία τρίτη στάση, η στάση της πρόσκλησης. Το άτομο, δηλαδή, όταν εκφέρει την προσωπική του κρίση, πρέπει παράλληλα να επιθυμεί να τον κρίνουν και οι άλλοι. Συμβάλλει στον διάλογο όχι μόνο με το να παρουσιάζει τη γνώμη του, αλλά και με το να αλλάζει γνώμη, όταν διαπιστώνει ότι τον πείθουν τα αντεπιχειρήματα. Επιπλέον, ακόμα και όταν σκέφτεται μόνο του, δεν περιχαρακώνεται στις δικές του θέσεις, αλλά αναζητά αντίθετες γνώμες για να ελέγξει την άποψή του.
Σχόλια