Επιμόρφωση για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία

Όπως είχα γράψει σε μία παλιότερη ανάρτηση στο φέισμπουκ, το βασικό πρόβλημα με την επιμόρφωση για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι πως η επιστημονική κοινότητα δεν έχει τεκμηριώσει επαρκώς ότι ο συγκεκριμένος τύπος διδασκαλίας δουλεύει. Και ποιος το λέει αυτό; Το ίδιο το υλικό της επιμόρφωσης. Δείτε, π.χ., τα παρακάτω αποσπάσματα:

«Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι σπάνιες οι μελέτες που αφορούν στο Νηπιαγωγείο»

«Δυστυχώς, οι περισσότερες μελέτες στο δημοτικό σχολείο αφορούν σε μελέτες περίπτωσης, γεγονός που αποτρέπει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων.»

«Τα αποτελέσματα των ερευνών, όμως, που έχουν πραγματοποιηθεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι εύκολο να γενικευτούν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γιατί οι καθηγητές, σε αντίθεση με τους δασκάλους, διδάσκουν σε πολλές τάξεις και δεν γνωρίζουν τους μαθητές τους αρκετά καλά για να προσαρμόσουν τη διδασκαλία τους στις ανάγκες τους (van Casteren, 2017). Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν έχουνε πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες Διαφοροποιημένης Διδασκαλίας στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο»

«Από τη μετα-ανάλυση της Smale-Jacobse και των συνεργατών της (2019), φάνηκε ότι υπάρχουνε ελάχιστες έρευνες οι οποίες έχουνε ένα ισχυρό μεθοδολογικό υπόβαθρο, σαφή περιγραφή και γενικεύσιμα αποτελέσματα»

Αυτό και μόνο κανονικά θα αρκούσε για να μην πραγματοποιηθεί το συγκεκριμένο σεμινάριο. Πέρα όμως από την απουσία εμπειρικής θεμελίωσης, υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, τρία θεωρητικά προβλήματα. Το πρώτο αφορά τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας μας με βάση την πολλαπλή νοημοσύνη του Gardner και τα μαθησιακά στιλ. Θα το γράψω σύντομα γιατί τα έχω αναλύσει και αλλού: πρόκειται για δύο ευρέως διαδεδομένους εκπαιδευτικούς μύθους που πρέπει κάποτε να τους κάνουμε στην άκρη. Και δεν είναι μόνο ότι είναι μύθοι· είναι ότι είναι φοβερά κουραστικό για τον εκπαιδευτικό να οργανώσει με τους συγκεκριμένους τρόπους τη διδασκαλία του. Ευτυχώς που εμείς οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους στο εξωτερικό, δεν τους έχουμε πάρει στα σοβαρά.

Παρόμοιο είναι και το δεύτερο πρόβλημα: πρέπει κάποτε να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί η διδασκαλία με βάση τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Τα παιδιά έχουνε πολλά, διαφορετικά και απίθανα ενδιαφέροντα που λίγα μπορούν να προσφέρουν. Δηλαδή, αν σε έναν μαθητή αρέσουν τα άλογα και σε κάποιον άλλον η ιστορία των Ινδιάνων της Αμερικής (πραγματικά παραδείγματα από παιδιά), εμείς τι πρέπει να κάνουμε; Συν τοις άλλοις στόχος μας είναι να τους ανοίξουμε νέους ορίζοντες και να μη μείνουν εγκλωβισμένα στα παιδικά, και πολλές φορές αφελή, ενδιαφέροντα.

Τρίτον, όσον αφορά τη μαθησιακή ετοιμότητα, δυστυχώς, πολλές φορές δεν είναι δυνατό να δράσουμε προληπτικά, όπως υποστηρίζεται στο επιμορφωτικό υλικό. Διδάσκεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, βλέπεις ποιοι δεν ανταποκρίνονται και τότε αρχίζεις να βάζεις στοιχεία ειδικής αγωγής και να διαφοροποιείς τη διδασκαλία σου στις συγκεκριμένες ομάδες παιδιών που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες (ανταπόκριση στη διδασκαλία και την παρέμβαση).

Καλές οι επιμορφώσεις, αλλά να έχουν περισσότερη εμπειρική θεμελίωση και λιγότερα θεωρητικά προβλήματα για να αξίζουν τον κόπο να ασχοληθείς μαζί τους.

Σχόλια