Ενώ η ελληνική κοινωνία θεωρεί αυτονόητη την ανάγκη να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί, μάλλον νιώθει άβολα όταν ακούει ότι εξίσου απαραίτητη είναι και η άσκηση κριτικής στην αξιολόγηση, ειδικά όταν η κριτική προέρχεται από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν αδιανόητο ο εργαζόμενος να κρίνει τον τρόπο με τον οποίο τον αξιολογεί ο εργοδότης του. Λίγο πολύ πιστεύουν ότι ο εργοδότης μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στον συγκεκριμένο τομέα. Αν δεν αρέσει στον εργαζόμενο ας φύγει από τη δουλειά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα σχολεία είναι δημόσια, οι εκπαιδευτικοί είναι πολίτες, συχνά έχουν και οι ίδιοι παιδιά που φοιτούν στα σχολεία και παράλληλα είναι τα πλέον κατάλληλα άτομα για να μιλήσουν για την εκπαίδευση. Συνεπώς, πώς είναι δυνατόν να απαιτούν κάποιοι να σιωπούμε στο θέμα της αξιολόγησης;
Πριν ξεκινήσω την κριτική μου στην τρέχουσα αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, θα περιγράψω σύντομα τη διαδικασία. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να πραγματοποιήσει συνολικά τέσσερις μονόωρες διδασκαλίες. Δύο θα τις παρακολουθήσει ο σύμβουλος και δύο ο διευθυντής. Ο αξιολογούμενος γνωρίζει εκ των προτέρων πότε ακριβώς θα έρθει ο αξιολογητής και έχουν συμφωνήσει από κοινού ποια ακριβώς θα είναι κάθε φορά η διδασκαλία και σε ποιους μαθητές θα γίνει. Στο τέλος, θα βάλει έναν βαθμό ο σύμβουλος και έναν ο διευθυντής. Στο άμεσο μέλλον ενδέχεται οι τέσσερις διδασκαλίες να μειωθούν σε δύο και να τις παρακολουθεί μόνο ο σύμβουλος. Επί της ουσίας όμως δε θα αλλάξει κάτι στην κριτική μου. Υπάρχει και ένα τρίτο μέρος που αφορά τα διοικητικά καθήκοντα, αλλά με αυτό δε θα ασχοληθώ στην παρούσα ανάρτηση.
Ο βασικός μου προβληματισμός πηγάζει από τον τρόπο προετοιμασίας των εκπαιδευτικών. Πώς προετοιμάζονται λοιπόν; Κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερες πρόβες. Αν όχι όλοι, ένα μεγάλο ποσοστό σχεδιάζει τη διδασκαλία και κατόπιν διδάσκει το ίδιο μάθημα ξανά και ξανά στους ίδιους μαθητές. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι κάποιος συνάδελφος έχει αποφασίσει να διδάξει τη συγγραφή της περίληψης. Το πιθανότερο σενάριο προετοιμασίας είναι να διδάξει την περίληψη αρκετές φορές πριν την αξιολόγηση, για να βελτιωθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Είναι δηλαδή σαν να θέλουμε να αξιολογήσουμε έναν ζαχαροπλάστη και να του ζητάμε μία συγκεκριμένη ημέρα, παρουσία μας, να φτιάξει ένα συγκεκριμένο γλυκό, για να δούμε πόσο καλός είναι. Αυτός στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα με την ησυχία του θα το φτιάξει ξανά και ξανά και στο τέλος θα το κάνει και μπροστά μας. Είναι δυνατόν με αυτήν τη διαδικασία να εξακριβώσουμε αν είναι καλός ζαχαροπλάστης;
Δυστυχώς, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, διότι οι διδασκαλίες που παρατηρούν οι αξιολογητές δεν είναι οι συνηθισμένες, καθημερινές διδασκαλίες στις οποίες συμμετέχουν τα παιδιά μας. Απεναντίας, πολλές φορές με την ενθάρρυνση συμβούλων και διευθυντών, οι εκπαιδευτικοί διοργανώνουν διδακτικές υπερπαραγωγές. Καταναλώνουν πάρα πολλές ώρες για τον σχεδιασμό μιας μονόωρης διδασκαλίας. Η διδασκαλία που προκύπτει προφανώς και δεν είναι αντιπροσωπευτική του καθημερινού έργου τους· γίνεται μόνο για τα μάτια της αξιολόγησης. Σκεφτείτε τον ζαχαροπλάστη του παραπάνω παραδείγματος να φτιάχνει ένα γλυκό το οποίο δεν το έχει φτιάξει ποτέ στη ζωή του ούτε θα το φτιάξει ποτέ πάλι και ούτε θα το βρούμε ποτέ στο κατάστημά του. Είναι δυνατόν να σχηματίσεις σωστή εικόνα για το μαγαζί του με βάση την επίδοσή του στη δημιουργία αυτού του γλυκού; Πώς, επομένως, περιμένουμε να αξιολογήσουμε σωστά τους εκπαιδευτικούς μας;
Αν κάποιος πιστεύει ότι αυτά δε γίνονται, ας φανταστεί τι θα έκανε ο ίδιος αν έπρεπε να αξιολογηθεί με αυτόν τον τρόπο. Θα έκανε πρόβες ή δε θα έκανε; Θα επέλεγε μία φανταχτερή διδακτική υπερπαραγωγή ή θα παρουσίαζε τη μονότονη διδακτική καθημερινότητά του; Και μετά από όλα αυτά είναι δυνατόν να υποστηρίζει κάποιος ότι οι εκπαιδευτικοί, που ζουν από μέσα όλη τη διαδικασία της αξιολόγησης, δε δικαιούνται να την κρίνουν; Όχι μόνο δικαιούνται· είναι υποχρεωμένοι και να την κρίνουν και να ενημερώσουν για τα συμπεράσματά τους τους υπόλοιπους κατοίκους της χώρας.
Σχόλια