Μια άλλη ομάδα θεωριών που αφορούν στα κίνητρα των μαθητών ασχολείται με τις πεποιθήσεις ελέγχου. Οι πεποιθήσεις ελέγχου, σε γενικές γραμμές, αναφέρονται στην πίστη που έχει κάποιος για τον προσωπικό έλεγχο που ασκεί πάνω στη συμπεριφορά του ή στη μάθησή του. Παρότι υπάρχει μια πληθώρα θεωριών, η γενική τάση είναι πως ο μαθητής που πιστεύει πως από αυτόν εξαρτάται η μαθησιακή του πορεία προσαρμόζεται καλύτερα στο σχολείο σε σχέση με το μαθητή που θεωρεί ότι η μάθηση είναι κάτι που δεν εξαρτάται από τον ίδιο (Pintrich, 2003). Η διαφορά αυτή μεταξύ των μαθητών απορρέει από τη διαφορετική αιτιολόγηση της επιτυχίας και της αποτυχίας τους (Woolfolk, 1998). Η πρώτη ομάδα πιστεύει πως η ικανότητα είναι κάτι που βελτιώνεται με το χρόνο και η απόδοση εξαρτάται καθαρά από την προσπάθεια που καταβάλλει κάποιος. Η δεύτερη θεωρεί την ικανότητα σαν μια σταθερή ιδιότητα που δεν αλλάζει. Επομένως, η αποτυχία υποδηλώνει έλλειψη ικανότητας, ενώ η επιτυχία επιβεβαιώνει την ικανότητα του μαθητή.
Οι μαθητές που πιστεύουν ότι ελέγχουν προσωπικά τη συμπεριφορά τους και τη μάθησή τους έχουν μια σειρά θετικών χαρακτηριστικών, όπως τα παρακάτω (Perry, Hladkyj, Pekrun, Pelletier, 2001∙ Pintrich, 2003∙ Woolfolk, 1998):
· Έχουν καλύτερους βαθμούς.
· Προσπαθούν περισσότερο.
· Έχουν θετικά συναισθήματα κατά τη διάρκεια της μάθησης.
· Επιμένουν, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντούν.
· Δεν φοβούνται την αποτυχία.
· Συγκεντρώνονται καλύτερα.
· Χρησιμοποιούν σωστές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν την αποτυχία, όπως αναζήτηση βοήθειας, προσπάθεια εύρεσης άλλου τρόπου για να επιλύσουν το πρόβλημα, περισσότερη μελέτη κ.τ.λ.
Οι μαθητές που πιστεύουν πως δεν ελέγχουν τη συμπεριφορά τους και τη μάθησή τους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την αντίδρασή τους σε μια δραστηριότητα που τους αναθέτει ο δάσκαλος (Woolfolk, 1998):
α) Κάποιοι δεν ξεκινούν ποτέ τη δραστηριότητα. Η δικαιολογία τους είναι ή ότι δεν την καταλαβαίνουν ή ότι είναι πολύ δύσκολη. Ακόμα και αν απαντήσουν σωστά, θα ισχυριστούν ότι μάντεψαν τη σωστή απάντηση. Γενικά, δεν διαταράσσουν το μάθημα και περνούν απαρατήρητοι. Οι μαθητές αυτής της κατηγορίας πιστεύουν ότι δεν έχουν την ικανότητα να τα καταφέρουν. Επομένως, αποσύρονται από αυτό. Φυσικά οι γνωστικές τους ικανότητες ολοένα και μειώνονται, ενώ συχνά διακατέχονται από συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης και ανίας.
β) Κάποιοι άλλοι θέλουν διαρκώς επιβεβαίωση από το δάσκαλο ότι προχωρούν σωστά. Παρότι έχουν γενικά καλούς βαθμούς ενδιαφέρονται να μάθουν μόνο ό,τι έχει σχέση με τεστ ή βαθμούς. Δεν είναι δημιουργικοί και δε ρισκάρουν.
γ) Τέλος, μερικά παιδιά προσποιούνται ότι δουλεύουν, αλλά στην πραγματικότητα είτε αντιγράφουν είτε αστειεύονται και πειράζουν τους συμμαθητές τους. Οι μαθητές τόσο αυτής της κατηγορίας όσο και της προηγούμενης συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον τρόπο επειδή προσπαθούν να αποφύγουν την αποτυχία. Αντίθετα από την πρώτη ομάδα μαθητών, δεν θεωρούν ότι δεν είναι ικανοί. Απλώς, πιστεύουν πως η ικανότητα κάθε ατόμου δεν αλλάζει και, επομένως, προσπαθούν να μη φανούν «χαζοί» στα μάτια των άλλων. Γενικά αναβάλλουν δραστηριότητες που τους αγχώνουν, προβαίνουν σε επιπόλαιες ενέργειες, βάζουν είτε υπερβολικά εύκολους είτε πολύ δύσκολους στόχους ή υποστηρίζουν πως δεν ενδιαφέρονται. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να μεταπηδήσουν στην πρώτη κατηγορία.
Οι πεποιθήσεις ελέγχου άπαξ και καθιερωθούν αλλάζουν δύσκολα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως ο δάσκαλος της τάξης πρέπει να παραμείνει απαθής. Παρακάτω ακολουθούν μερικές υποδείξεις που μπορούν να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από αυτές τις προτάσεις είναι ότι οι μαθητές πρέπει να πιστέψουν πως η ικανότητα δεν είναι κάτι το σταθερό, μα αλλάζει με την προσπάθεια του ατόμου.
Α) Αυτοαποτελεσματικότητα
Η αυτοαποτελεσματικότητα συνδέεται στενά με τις πεποιθήσεις ελέγχου. Έτσι, άτομα που έχουν υψηλή αυτοαποτελεσματικότητα θεωρούν ότι ελέγχουν τη μαθησιακή τους πορεία. Επομένως ό,τι συντελεί στην αύξηση της αυτοαποτελεσματικότητας εδραιώνει στο άτομο και τη βεβαιότητα πως ελέγχει τη συμπεριφορά του και τη μάθησή του.
Β) Εστίαση στην προσπάθεια του μαθητή
Οι μαθητές επιβάλλεται να συσχετίσουν την επίδοσή τους με την προσπάθεια που καταβάλλουν. Πρέπει να πάψουν να θεωρούν την ικανότητα σαν ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αλλά σαν κάτι το εξελίξιμο. Πέρα από αυτά που επισημαίνονται στην αυτοαποτελεσματικότητα σχετικά με την αξιολόγηση, παρακάτω αναφέρονται κάποιοι άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να πετύχουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην προσπάθεια και την επίδοση (Woolfolk, 1998):
Μπορούν να γίνονται κάθε τόσο επαναλήψεις για να βλέπουν οι μαθητές πόσο εύκολο είναι τώρα το υλικό που τους δυσκόλεψε στο παρελθόν. Λόγου χάρη, μπορούμε να επιστρέψουμε μετά από κάποιο καιρό στην πρόσθεση ετερωνύμων κλασμάτων και να τους θυμίσουμε πόσο τους δυσκόλεψε στην αρχή και πόσο εύκολο τους φαίνεται τώρα.
Θεμιτό είναι στους φακέλους εργασίας να φυλάμε πετυχημένες εργασίες των μαθητών μας. Έτσι, αν κάποιο παιδί αμφιβάλλει για τις ικανότητές του, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να του δείξουμε τις επιτυχίες του παρελθόντος.
Καλό είναι να αναφέρουμε ιστορίες που αφορούν εμάς ή άλλα άτομα τα οποία με σκληρή δουλειά και προσπάθεια ξεπέρασαν τα εμπόδια που συνάντησαν στη ζωή τους και πέτυχαν το στόχο τους. Στις ιστορίες αυτές επιβάλλεται να τονίσουμε τη σημασία της προσπάθειας τόσο στην επίτευξη των στόχων όσο και στη βελτίωση των ικανοτήτων του ατόμου.
Σημαντικό είναι επίσης να αποφεύγεται να δίνεται βοήθεια σε έναν μαθητή που δεν τη ζητάει είτε λεκτικά είτε με τη γλώσσα του σώματος, καθώς και να μην προσπερνάμε απλά ή συνοδευόμενες με ένα χαρακτηρισμό του τύπου «καλή προσπάθεια» τις αποτυχίες των μαθητών. Έχει βρεθεί πως τέτοιες συμπεριφορές από την πλευρά του δασκάλου ερμηνεύονται από τα παιδιά σαν αναγνώριση της έλλειψης ικανότητας από μέρους τους. Φυσικά, δεν εννοώ πως οι αποτυχίες των μαθητών πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκληρότητα ή με τιμωρίες. Απλώς πρέπει να φέρνουμε το μαθητή αντιμέτωπο με τις ευθύνες του, δηλαδή την έλλειψη από μέρους του επαρκούς προσπάθειας, αντί να τον λυπόμαστε.
Κάθε φορά που ένας μαθητής προσπαθεί να αποφύγει κάποια δραστηριότητα επειδή φοβάται μια ενδεχόμενη αποτυχία, πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα. Δυστυχώς, όσες προσπάθειες και να καταβάλλουμε, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποια παιδιά να εμφανίσουν αντιδράσεις και συμπεριφορές τις οποίες πιστεύαμε πως έχουν ξεπεράσει. Οφείλουμε να είμαστε σε επιφυλακή και να επεμβαίνουμε αμέσως μόλις εμφανιστούν τέτοια σημάδια.
Βιβλιογραφία
Perry, R. R., Hladkyj, S., Pekrun, R. H., Pelletier, S. T., (2001). Academic Control and Action Control in the Achievement of College Students A Longitudinal Field Study. Journal of Educational Psychology, 93, 776-789.
Pintrich, P. R., (2003). A motivational science perspective on the role of student motivation in learning and teaching contexts. Journal of Educational Psychology, 95, 667-686.
Woolfolk, E. A. (1998). Educational Psychology (7th ed.). Boston: Allyn and Bacon.
Οι μαθητές που πιστεύουν ότι ελέγχουν προσωπικά τη συμπεριφορά τους και τη μάθησή τους έχουν μια σειρά θετικών χαρακτηριστικών, όπως τα παρακάτω (Perry, Hladkyj, Pekrun, Pelletier, 2001∙ Pintrich, 2003∙ Woolfolk, 1998):
· Έχουν καλύτερους βαθμούς.
· Προσπαθούν περισσότερο.
· Έχουν θετικά συναισθήματα κατά τη διάρκεια της μάθησης.
· Επιμένουν, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντούν.
· Δεν φοβούνται την αποτυχία.
· Συγκεντρώνονται καλύτερα.
· Χρησιμοποιούν σωστές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν την αποτυχία, όπως αναζήτηση βοήθειας, προσπάθεια εύρεσης άλλου τρόπου για να επιλύσουν το πρόβλημα, περισσότερη μελέτη κ.τ.λ.
Οι μαθητές που πιστεύουν πως δεν ελέγχουν τη συμπεριφορά τους και τη μάθησή τους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την αντίδρασή τους σε μια δραστηριότητα που τους αναθέτει ο δάσκαλος (Woolfolk, 1998):
α) Κάποιοι δεν ξεκινούν ποτέ τη δραστηριότητα. Η δικαιολογία τους είναι ή ότι δεν την καταλαβαίνουν ή ότι είναι πολύ δύσκολη. Ακόμα και αν απαντήσουν σωστά, θα ισχυριστούν ότι μάντεψαν τη σωστή απάντηση. Γενικά, δεν διαταράσσουν το μάθημα και περνούν απαρατήρητοι. Οι μαθητές αυτής της κατηγορίας πιστεύουν ότι δεν έχουν την ικανότητα να τα καταφέρουν. Επομένως, αποσύρονται από αυτό. Φυσικά οι γνωστικές τους ικανότητες ολοένα και μειώνονται, ενώ συχνά διακατέχονται από συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης και ανίας.
β) Κάποιοι άλλοι θέλουν διαρκώς επιβεβαίωση από το δάσκαλο ότι προχωρούν σωστά. Παρότι έχουν γενικά καλούς βαθμούς ενδιαφέρονται να μάθουν μόνο ό,τι έχει σχέση με τεστ ή βαθμούς. Δεν είναι δημιουργικοί και δε ρισκάρουν.
γ) Τέλος, μερικά παιδιά προσποιούνται ότι δουλεύουν, αλλά στην πραγματικότητα είτε αντιγράφουν είτε αστειεύονται και πειράζουν τους συμμαθητές τους. Οι μαθητές τόσο αυτής της κατηγορίας όσο και της προηγούμενης συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον τρόπο επειδή προσπαθούν να αποφύγουν την αποτυχία. Αντίθετα από την πρώτη ομάδα μαθητών, δεν θεωρούν ότι δεν είναι ικανοί. Απλώς, πιστεύουν πως η ικανότητα κάθε ατόμου δεν αλλάζει και, επομένως, προσπαθούν να μη φανούν «χαζοί» στα μάτια των άλλων. Γενικά αναβάλλουν δραστηριότητες που τους αγχώνουν, προβαίνουν σε επιπόλαιες ενέργειες, βάζουν είτε υπερβολικά εύκολους είτε πολύ δύσκολους στόχους ή υποστηρίζουν πως δεν ενδιαφέρονται. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να μεταπηδήσουν στην πρώτη κατηγορία.
Οι πεποιθήσεις ελέγχου άπαξ και καθιερωθούν αλλάζουν δύσκολα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως ο δάσκαλος της τάξης πρέπει να παραμείνει απαθής. Παρακάτω ακολουθούν μερικές υποδείξεις που μπορούν να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από αυτές τις προτάσεις είναι ότι οι μαθητές πρέπει να πιστέψουν πως η ικανότητα δεν είναι κάτι το σταθερό, μα αλλάζει με την προσπάθεια του ατόμου.
Α) Αυτοαποτελεσματικότητα
Η αυτοαποτελεσματικότητα συνδέεται στενά με τις πεποιθήσεις ελέγχου. Έτσι, άτομα που έχουν υψηλή αυτοαποτελεσματικότητα θεωρούν ότι ελέγχουν τη μαθησιακή τους πορεία. Επομένως ό,τι συντελεί στην αύξηση της αυτοαποτελεσματικότητας εδραιώνει στο άτομο και τη βεβαιότητα πως ελέγχει τη συμπεριφορά του και τη μάθησή του.
Β) Εστίαση στην προσπάθεια του μαθητή
Οι μαθητές επιβάλλεται να συσχετίσουν την επίδοσή τους με την προσπάθεια που καταβάλλουν. Πρέπει να πάψουν να θεωρούν την ικανότητα σαν ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αλλά σαν κάτι το εξελίξιμο. Πέρα από αυτά που επισημαίνονται στην αυτοαποτελεσματικότητα σχετικά με την αξιολόγηση, παρακάτω αναφέρονται κάποιοι άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να πετύχουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην προσπάθεια και την επίδοση (Woolfolk, 1998):
Μπορούν να γίνονται κάθε τόσο επαναλήψεις για να βλέπουν οι μαθητές πόσο εύκολο είναι τώρα το υλικό που τους δυσκόλεψε στο παρελθόν. Λόγου χάρη, μπορούμε να επιστρέψουμε μετά από κάποιο καιρό στην πρόσθεση ετερωνύμων κλασμάτων και να τους θυμίσουμε πόσο τους δυσκόλεψε στην αρχή και πόσο εύκολο τους φαίνεται τώρα.
Θεμιτό είναι στους φακέλους εργασίας να φυλάμε πετυχημένες εργασίες των μαθητών μας. Έτσι, αν κάποιο παιδί αμφιβάλλει για τις ικανότητές του, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να του δείξουμε τις επιτυχίες του παρελθόντος.
Καλό είναι να αναφέρουμε ιστορίες που αφορούν εμάς ή άλλα άτομα τα οποία με σκληρή δουλειά και προσπάθεια ξεπέρασαν τα εμπόδια που συνάντησαν στη ζωή τους και πέτυχαν το στόχο τους. Στις ιστορίες αυτές επιβάλλεται να τονίσουμε τη σημασία της προσπάθειας τόσο στην επίτευξη των στόχων όσο και στη βελτίωση των ικανοτήτων του ατόμου.
Σημαντικό είναι επίσης να αποφεύγεται να δίνεται βοήθεια σε έναν μαθητή που δεν τη ζητάει είτε λεκτικά είτε με τη γλώσσα του σώματος, καθώς και να μην προσπερνάμε απλά ή συνοδευόμενες με ένα χαρακτηρισμό του τύπου «καλή προσπάθεια» τις αποτυχίες των μαθητών. Έχει βρεθεί πως τέτοιες συμπεριφορές από την πλευρά του δασκάλου ερμηνεύονται από τα παιδιά σαν αναγνώριση της έλλειψης ικανότητας από μέρους τους. Φυσικά, δεν εννοώ πως οι αποτυχίες των μαθητών πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκληρότητα ή με τιμωρίες. Απλώς πρέπει να φέρνουμε το μαθητή αντιμέτωπο με τις ευθύνες του, δηλαδή την έλλειψη από μέρους του επαρκούς προσπάθειας, αντί να τον λυπόμαστε.
Κάθε φορά που ένας μαθητής προσπαθεί να αποφύγει κάποια δραστηριότητα επειδή φοβάται μια ενδεχόμενη αποτυχία, πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα. Δυστυχώς, όσες προσπάθειες και να καταβάλλουμε, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποια παιδιά να εμφανίσουν αντιδράσεις και συμπεριφορές τις οποίες πιστεύαμε πως έχουν ξεπεράσει. Οφείλουμε να είμαστε σε επιφυλακή και να επεμβαίνουμε αμέσως μόλις εμφανιστούν τέτοια σημάδια.
Βιβλιογραφία
Perry, R. R., Hladkyj, S., Pekrun, R. H., Pelletier, S. T., (2001). Academic Control and Action Control in the Achievement of College Students A Longitudinal Field Study. Journal of Educational Psychology, 93, 776-789.
Pintrich, P. R., (2003). A motivational science perspective on the role of student motivation in learning and teaching contexts. Journal of Educational Psychology, 95, 667-686.
Woolfolk, E. A. (1998). Educational Psychology (7th ed.). Boston: Allyn and Bacon.
Σχόλια