Διδασκαλία των δεκάδων στην Πρώτη

Μια ανάρτηση από τη γυναίκα μου, τη Μαίρη Κανελλοπούλου

Το παραμύθι που ακολουθεί το σχεδίασα την πρώτη φορά που έπρεπε να διδάξω δεκάδες και μονάδες στην Α΄ δημοτικού. Το έχω χρησιμοποιήσει δύο χρονιές και το βρήκα αποτελεσματικό. Φέτος το μοιράστηκα με μια συνάδελφο στο σχολείο και μου είπε πως δούλεψε και στη δική της τάξη. Μπορείτε να το διαβάσετε αμέσως παρακάτω:

«Ήταν κάποτε μια εποχή στα πολύ παλιά χρόνια που οι άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει τους αριθμούς τους μεγαλύτερους από το 10. Όταν ήθελαν να μετρήσουν, μετρούσαν μέχρι το 10 και άρχιζαν ξανά από την αρχή από το 1 ως το 10 κι ύστερα πάλι από το 1 και πάει λέγοντας (στο σημείο αυτό, για να καταλάβουν καλύτερα τα παιδιά αυτόν τον τρόπο μέτρησης, μπορούμε να μετρήσουμε αντικείμενα π.χ. εμείς μετρήσαμε τα μήλα με τα γράμματα της αλφαβήτας, που βγήκαν 10 και 10 και 4).

Ζούσε λοιπόν τότε μια πριγκίπισσα που την έλεγαν Μονάδα. Όταν μεγάλωσε αρκετά για να παντρευτεί, οι γονείς της άρχισαν να φέρνουν στο παλάτι τους γαμπρούς τον έναν μετά τον άλλο, προκειμένου να διαλέξει η κόρη τους τον καλύτερο. Ποιον να διαλέξει η Μονάδα; Μπερδεύτηκε! Γι’ αυτό, σκέφτηκε να βάλει στους γαμπρούς μια δοκιμασία: ανακοίνωσε πως θα παντρευόταν εκείνον που θα της έφερνε 1 καπέλο για κάθε φόρεμα που είχε στην ντουλάπα της. Η ντουλάπα της όμως ήταν ένα ολόκληρο δωμάτιο! Εκεί είχε κρεμασμένα πάρα πολλά φορέματα, ίσως 79, ίσως 93, θα μου βρείτε εσείς αργότερα πόσα φορέματα είχε.

Καταλαβαίνετε πως αυτό που ζητούσε η Μονάδα ήταν πολύ δύσκολο, αφού οι άνθρωποι δεν ήξεραν τους αριθμούς πάνω από το 10. Αν ήξεραν να μετρούν όπως εμείς, τότε θα έφτανε να μετρήσει κάποιος τα φορέματα. Αν τα έβρισκε π.χ. 85, πόσα καπέλα θα αγόραζε; (Εδώ μας απαντούν τα παιδιά. Μπορούμε να τους κάνουμε κι άλλες αντίστοιχες ερωτήσεις.) Όμως κανένας δεν κατάφερνε να βρει πόσα ήταν τόσα πολλά φορέματα γιατί έπρεπε να μετρήσει πολλές φορές ως το 10 και στο τέλος όλοι μπερδεύονταν.

Μια μέρα έφτασε με το άλογό του στο παλάτι ένας νέος, ο Δεκάδος. Είχε μαζί του μια βαλίτσα με κυβάκια που έμοιαζε μ’ αυτήν που βλέπετε εδώ, αλλά ήταν μεγαλύτερη. Μόνο που τα κυβάκια δεν ήταν πλαστικά σαν τα δικά μας, γιατί εκείνη την εποχή το πλαστικό δεν το είχαν φτιάξει ακόμα οι άνθρωποι. Ήταν κυβάκια σιδερένια, όπως τα σπαθιά και οι πανοπλίες τους. Ο Δεκάδος, λοιπόν, κατάφερε να βρει λύση στο πρόβλημα που του έβαλε η Μονάδα. Μπορείτε να μαντέψετε πώς σκέφτηκε; (Η ερώτηση γίνεται περισσότερο για να διατηρήσουμε το ενδιαφέρον των παιδιών. Είναι πολύ δύσκολο να μαντέψουν.)

Ακούστε, λοιπόν, τι σκέφτηκε. Είπε ότι για κάθε φόρεμα που θα μετράει, θα βάζει μέσα σε έναν σάκο ένα κυβάκι. Έτσι, έβαλε ένα κυβάκι για το κόκκινο φόρεμα, ένα για το κίτρινο, ένα για το ροζ, ένα για το γαλάζιο… στο τέλος έφτασε να έχει βάλει τόσα πολλά κυβάκια όσα και τα φορέματα (εδώ κάνουμε αυτό που λέει το παραμύθι, και φτάνουμε να έχουμε μπροστά μας τα περισσότερα από τα κυβάκια της βαλίτσας). Μετά θα πήγαινε στην διπλανή πολιτεία που είχε το μαγαζί του ο καπελάς και θα του ζητούσε ένα καπέλο για κάθε κυβάκι. Έλα όμως που το άλογό του ήταν κουρασμένο και ο σάκος ήταν βαρύς…

Σκέφτηκε τότε κάτι άλλο: για κάθε 10 φορέματα που μετρούσε, έβαζε στον σάκο 1 κόκκινο κυβάκι. Έτσι δεν θα κουβαλούσε 10 κυβάκια• θα κουβαλούσε 1. Για τα επόμενα 10 φορέματα έβαζε άλλο ένα ίδιο κυβάκι. Για να δούμε λοιπόν πόσα κόκκινα κυβάκια έβαλε στον σάκο του; Πόσα ήταν τα φορέματα που μέτρησε; (Στο σημείο αυτό αραδιάζουμε μπροστά στα παιδιά έναν αριθμό από κόκκινα κυβάκια και μετράμε μαζί τους τα φορέματα ανεβαίνοντας 10-10. Κάνουμε το ίδιο κάποιες φορές αλλάζοντας το πλήθος των κύβων.) Κι αν τα φορέματα δεν ήταν ακριβώς 10, 20, 30, 80… αλλά ήταν 25; Πώς το θυμόταν; Ακούστε τι έκανε: για τα 5 φορέματα που περίσσευαν, έβαλε στον σάκο πράσινα κυβάκια, ένα για κάθε φόρεμα. Όταν, λοιπόν, έβλεπε κόκκινο κυβάκι το λογάριαζε σαν 10 φορέματα. Όταν έβλεπε πράσινο κυβάκι το λογάριαζε σαν 1 φόρεμα (εδώ παίζουμε με τα παιδιά βάζοντάς τα να υπολογίσουν πόσα ήταν κάθε φορά τα φορέματα, ανάλογα με τα κυβάκια που τους δείχνουμε).

Έτσι, ο Δεκάδος κατάφερε να φέρει στη Μονάδα τα καπέλα που ζητούσε. Κι εκείνη τον παντρεύτηκε. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Α, τώρα που το θυμήθηκα, θέλετε να σας πω τι έγινε μια μέρα που πήγαιναν βόλτα στο δάσος; Πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά τους ένας λύκος! Τότε ο Δεκάδος, που κρατούσε σπαθί, μπήκε μπροστά από τη Μονάδα και τον φόβισε… τον έδιωξε μακριά (το σημείο αυτό προσφέρεται για δραματοποίηση). Κάθε φορά, λοιπόν, που βλέπετε έναν αριθμό με δύο ψηφία, να θυμάστε ότι το πρώτο είναι ο Δεκάδος που πάει μπροστά με το σπαθί. Γι’ αυτό όταν γράφουμε π.χ. τον αριθμό 32, το 3 λέμε ότι είναι δεκάδες και το 2 μονάδες.»

Κάπως έτσι πηγαίνει το παραμύθι. Είναι αυτονόητο ότι καθένας που θα θελήσει να το χρησιμοποιήσει θα το προσαρμόσει στη δική του ιδιοσυγκρασία. Στα παιδιά αρέσει και το ξαναζητούν. Κάθε φορά που το λέμε τα ωθώ να συμμετέχουν πιο ενεργά, ώσπου στο τέλος το μαθαίνουν. Ελπίζω να βοήθησα…

Σχόλια