Το ντιμπέιτ καλλιεργεί την κριτική σκέψη;



Ντιμπέιτ. Κάνοντας μία αναζήτηση στο Ελληνικό διαδίκτυο, θα βρεις τον όρο μεταφρασμένο με διάφορους τρόπους. Η ουσία είναι πως αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη μορφή διαλόγου: υπάρχουν δύο πλευρές που υποστηρίζουν αντίθετες απόψεις. Σκοπός είναι να επικρατήσει ο καλύτερος. 

Αυτή η πρακτική έχει μεταφερθεί στον χώρο της εκπαίδευσης. Σχολεία οργανώνουν ντιμπέιτ ανάμεσα στους μαθητές. Θεωρείται αυτονόητο ότι η συγκεκριμένη πρακτική οδηγεί στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Είναι όμως έτσι; 

Η παραδοσιακή βιβλιογραφία (π.χ., Weston, 2009) στον χώρο εστιάζει στο πώς πρέπει να πλαστεί ο νους των μαθητών για να κρίνουν καλύτερα τα λεγόμενα κάποιου ή να τεκμηριώνουν μέσω του ορθού λόγου και των κατάλληλων εμπειρικών στοιχείων τη θέση τους. Άρα, το ντιμπέιτ φαίνεται να είναι ο κατάλληλος χώρος για να εξασκηθούν οι μαθητές και κυρίως για να αποδείξουν τι έχουν μάθει. 

Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει πλέον αρκετή βιβλιογραφία που δείχνει ότι δεν αρκεί να εκπαιδεύσεις τον νου των μαθητών (Ballantyne, 2019; Boghossian & Lindsay, 2019; Grant, 2021; Kahneman et al., 2021; Mercier & Sperber, 2017; Stanovich, 2021). Εξίσου σημαντικό είναι να μάθουν να αλλάζουν γνώμη. Να μην μπαίνουν στον διάλογο επιθετικά, επιθυμώντας δηλαδή να κατατροπώσουν τον αντίπαλο, αλλά να προσπαθούν να συνεργαστούν με τον άλλον για να καταλήξουν σε ένα κοινό συμπέρασμα. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνονται οι πιθανότητες να πείσουν τον συνομιλητή τους αν έχουν δίκιο, αλλά, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, να πειστούν και αυτοί από τα επιχειρήματα των άλλων. Επιπλέον, ανοίγει ο δρόμος και για μία τρίτη επιλογή: να συνειδητοποιήσουν ότι και οι δυο τους κάνουν λάθος και η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού. Ή, τέλος, ότι ουσιαστικά συμφωνούν και απλώς λένε το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια. Αν όμως επιλέξουν τον δρόμο της πόλωσης, είναι αδύνατο να τα καταφέρουν. Θα εμπλακούν σε μία σύγκρουση η οποία δε θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα. 

Είναι αυτό που ονομάζω στο βιβλίο μου, «Διδάσκοντας την κριτική σκέψη στο Δημοτικό Σχολείο: Πράξη και Θεωρία», στάση της πρόσκλησης. Όταν δηλαδή μπαίνεις σε έναν διάλογο, πρέπει να ζητάς την κριτική των άλλων. Η δομή των ντιμπέιτ δεν ευνοεί αυτόν τον τύπο συζήτησης. Για αυτό και στο βιβλίο μου προτείνω να μαζεύουμε μία μικρή ομάδα μαθητών για να κουβεντιάσουν για κάποιο θέμα, χωρίς να επικεντρώνονται στο ποιος θα επικρατήσει. Αντιθέτως, θα έχουν ως στόχο να καταλήξουν σε ένα κοινά αποδεκτό συμπέρασμα. Τη συνομιλία αυτή είναι δυνατόν να την παρακολουθεί και η υπόλοιπη τάξη, να την κρίνει με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που τους έχουν δοθεί από πριν και στο τέλος να σχολιάσουν την ποιότητά της. 

Ζούμε σε έναν κόσμο έντονης πόλωσης. Το θέμα είναι πώς θα μάθουμε όλοι μας να μειώνουμε αυτήν την πόλωση και να καταφέρνουμε να συνομιλούμε εποικοδομητικά με ανθρώπους που έχουν αντίθετες απόψεις από μας. Αν και νιώθουμε ευχάριστα όταν οι άλλοι συμφωνούν με μας ή όταν ο αντίπαλος παραδέχεται ότι έχουμε δίκιο (Gorman, & Gorman, 2017), κερδίζουμε περισσότερα όταν μας αποκαλύπτουν τα λάθη μας. Και μόνο άνθρωποι που υποστηρίζουν αντίθετες απόψεις από τις δικές μας μπορούν να μας το προσφέρουν αυτό.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Ballantyne, N. (2019). Knowing our limits. Oxford University Press.
Boghossian, P. G., & Lindsay, J. A. (2019). How to have impossible conversations: A very practical guide. Life Long.
Gorman, S., & Gorman, J. (2017). Denying to the grave: Why we ignore the facts that will save us. Oxford University Press.
Grant A. (2021). Think Again: The Power of Knowing What You Don't Know. Penguin Publishing Group.
Kahneman, D., Sibony, O., & Sunstein, C. S. (2021). Noise: A flaw in human judgement. Hachette Book Group.
Mercier, H., & Sperber, D. (2017). The enigma of reason. Harvard University Press.
Stanovich, K. E. (2021). The Bias That Divides Us: The Science and Politics of Myside Thinking. MIT Press.
Weston, A. (2009). A rulebook for arguments (4th ed.). Hackett Publishing Company.

Σχόλια