Ο Γιωργάκης

Μαίρη,

Θυμάσαι... Έμπαινες και κοιτούσες τρεις πόρτες. Η μια, αυτή στα αριστερά, οδηγούσε στις δύο αίθουσες του Δημοτικού. Εκεί ήταν και η πρώτη τάξη μου. Στο κέντρο το γραφείο. Δεξιά το νηπιαγωγείο. Η μεγάλη αίθουσα για τα έξι νήπια. Εκεί τον συνάντησα για πρώτη φορά. Εκεί τον πρωτογνώρισα. Εκεί πρωτόπαιξα μαζί του.

Θυμάσαι… Σου είχα πει και το είχες δει κι εσύ πως οι τουαλέτες ήταν έξω. Τρεις πόρτες, τρία δωμάτια. Μια φορά ήταν με κατεβασμένα τα βρακιά και την πόρτα μισάνοιχτη. Μια μαθήτριά μου είχε τρέξει να μου το πει –είχαμε διάλειμμα– κι εγώ την έγειρα για να μη νιώθει άσχημα και το είπα και στη νηπιαγωγό του. Τότε έμαθα πως ήταν προνήπιο γεννημένο τον Δεκέμβρη. Ο πιο μικρός μαθητής του σχολείου.

Θυμάσαι… Στις διακοπές του Πάσχα μια μέρα μετά τ’ Αϊ Γιώργη, τη γιορτή του, το τηλεφώνημα. Μόλις το έκλεισα, σωριάστηκα στο κρεβάτι. Τι να σου πω και τι να μου πεις. Και την άλλη μέρα πήγα σπίτι του. Δεν είχα πάει πάλι, γιατί να πάω δεν ήταν μαθητής μου. Κι όμως πήγα κι εγώ κι η άλλη δασκάλα κι η τωρινή νηπιαγωγός του κι η προηγούμενη νηπιαγωγός του. Όλοι. Εμείς και το χωριό. Περνούσαμε ένας ένας και τον φιλούσαμε. Κι αυτός ξαπλωμένος με τα χεράκια του διπλωμένα, σαν κοιμισμένος έτοιμος να σηκωθεί, μας περίμενε. Μα δε σηκώθηκε. Ούτε από τα δικά μας κλάματα. Ούτε από τα κλάματα των γονιών του. Μάταιες οι προσπάθειές μας. Κι έτσι σιγά σιγά συρθήκαμε όλοι στην εκκλησιά. Κι εκεί προσπαθήσαμε ξανά. Με ό,τι δυνάμεις μάς είχαν απομείνει κλάψαμε όλοι πιο γοερά, πιο δυνατά. Μα τίποτα. Ίσως να ήταν μια ακόμα παραξενιά της ηλικίας του. Συνέχισε να κοιμάται ατάραχος, γαλήνιος χωρίς να καταλαβαίνει την οδύνη που προξενούσε αυτή η απόφασή του. Κι έπειτα…

Θυμάσαι… Δυο χρόνια μετά βρισκόμουν μέσα σ’ ένα λεωφορείο. Σχολική εκδρομή και τα γνωστά. Τα παιδιά χόρευαν και τραγουδούσαν. Μα κάποια στιγμή ο νους μου σταμάτησε να τα ακούει. Περνούσαμε από το νεκροταφείο που ήμουν πριν δυο χρόνια. Κι είδα, όπως είχα ακούσει, έναν τάφο στολισμένο με παιχνίδια και μια μάνα να τον γυροφέρνει. Μα τον πατέρα, αυτόν που άθελά του τον έστειλε εκεί, δεν τον είδα πουθενά…

Σχόλια

Ο χρήστης meril είπε…
Λοιπόν
τι να σου πούνε οι λέξεις μου....
Μια οδύνη είναι να το βιώνεις
και το χω ζήσει και γω
ξεπροβοδήσαμε ένα κοριτσάκι με μεγάλα γαλανά μάτια και δειλό χαμόγελο
και το πήγαμε πεζή στο νεκροταφείο
με το φέρετρο ανοιχτό
ώσπου κι ο ουρανός ψιχάλισε

Τι να σου πω μωρέ συνάδελφε....
Ερηνούλα τη λέγανε