Κάποιες διάσπαρτες σκέψεις για τον περσινό διαγωνισμό της ελληνικής Pisa. Για όσους δε γνωρίζουν το θέμα, είναι ένας διαγωνισμός στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά που τον διοργανώνει το Υπουργείο και αφορά τους μαθητές της ΣΤ′ Δημοτικού και της Γ′ Γυμνασίου. Δεν έχει καμία σχέση με τον διεθνή διαγωνισμό Pisa. Πραγματοποιείται σε ένα δείγμα σχολείων και διακηρυγμένος στόχος είναι να διαπιστώσουμε το επίπεδο των μαθητών. Ό,τι γράφω παρακάτω αφορά τη δοκιμασία της Γλώσσας στην ΣΤ′ Δημοτικού.
1. Δεν είναι και το καλύτερο τεστ. Αξιολογούνται και τα τεστ. Είναι μία φυσιολογική διαδικασία στον χώρο της επιστήμης και υπάρχουν ολόκληρα μαθήματα σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο για την κατασκευή τους. Είναι μέρος της δουλειάς μας να σχεδιάζουμε καλά τεστ, για να δούμε αν τελικά οι μαθητές έχουν κατανοήσει την ύλη. Ένας μαθητής δηλαδή μπορεί να αποτύχει όχι επειδή ήταν αδιάβαστος, αλλά επειδή το τεστ που του δώσαμε ήταν κακοσχεδιασμένο. Με βάση, λοιπόν, την ίδια την έκθεση του Υπουργείου η συγκεκριμένη δοκιμασία έχει σχεδιαστικά ελαττώματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν 3 επίπεδα δυσκολίας στις ερωτήσεις. Είχαμε, λοιπόν, το αξιοπερίεργο φαινόμενο οι μαθητές να τα πάνε καλύτερα στις πιο δύσκολες ερωτήσεις σε σχέση και με τις ερωτήσεις μέτριας δυσκολίας! Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν ότι εν μέρει φταίει και το ίδιο το τεστ και είχαμε αυτά τα αποτελέσματα. Για αυτό και προτείνουν την επόμενη φορά να δοκιμαστεί πρώτα και μετά να χρησιμοποιηθεί. Το να δοκιμάσεις ένα τεστ τέτοιου τύπου πριν το χορηγήσεις είναι αυτονόητο, αλλά, και τις 2 προηγούμενες χρονιές, δεν το έκαναν. Δεν ξέρω τι έγινε τώρα, το 2024.
2. Διαβάζουν προσεκτικά τις ερωτήσεις οι μαθητές; Κανείς δεν ξέρει. Τα τεστ που μετρούν τις σχολικές επιδόσεις δεν είναι εργαλεία μέτρησης σαν τη ζυγαριά ή το μέτρο. Όταν μετράς το ύψος κάποιου το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να σταθεί όρθιος. Σε ένα διαγνωστικό τεστ πρέπει να εξασφαλίσεις ότι οι μαθητές προσπαθούν να καταλάβουν τις ερωτήσεις που τους δίνεις. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε ιδέα πόσο προσπάθησαν να κατανοήσουν τα ερωτήματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Τα παιδιά στο Δημοτικό έχουν μάθει μόλις δυσκολεύονται να αναζητούν βοήθεια από κάποιον μεγάλο, για να τους λύσει την απορία και να συνεχίσουν την άσκηση. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Και αν δεν εξασφαλίσουμε ότι οι μαθητές προσπαθούν πραγματικά να κατανοήσουν την ερώτηση, τα αποτελέσματα από τη δοκιμασία δε θα έχουν καμία πρακτική αξία. Για αυτό και οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μαθητές προσπαθούν να καταλάβουν τις ερωτήσεις.
3. Μάλλον βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Έχω την εντύπωση ότι δύσκολα μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Για παράδειγμα, ρωτούν τη σημασία τριών μόνο λέξεων και στηριζόμενοι στις απαντήσεις των μαθητών σχολιάζουν το επίπεδο του λεξιλογίου τους. Είναι δυνατόν να ρωτήσεις έναν άνθρωπο μόνο τρεις λέξεις και να καταλήξεις σε ασφαλή συμπεράσματα για το λεξιλόγιό του; Σε αυτό εδώ το τεστ (σελ. 22-24) για παράδειγμα χρησιμοποιούνται πολλές περισσότερες λέξεις για να μετρήσουν το λεξιλόγιο. Προφανώς είναι αδύνατον να γίνει κάτι αντίστοιχο, μιας και μιλάμε για τεστ που εξυπηρετούν τελείως διαφορετικούς σκοπούς, αλλά αρκούν τρεις λέξεις; Ή εξετάζουν μόνο ένα κείμενο, μία αφήγηση. Πώς είναι δυνατόν με βάση ένα αφηγηματικό κείμενο να καταλάβεις αν οι μαθητές γνωρίζουν τη δομή των κειμένων; Υπάρχουν κείμενα περιγραφικά, επιχειρηματολογικά, επεξηγηματικά, τα οποία δεν εξετάζονται καθόλου.
4. Δεν προτείνουν κάτι ουσιώδες για να αλλάξει η κατάσταση. Στην Ελλάδα κυριαρχεί σχεδόν πάντα μόνο μία άποψη στα παιδαγωγικά θέματα. Συνήθως δεν είναι και η καλύτερη δυνατή. Λ.χ., η έκθεση προτείνει τη Διαφοροποιημένη Διδασκαλία για να βελτιωθούν οι επιδόσεις των μαθητών. Πιθανότατα αυτό που εννοούν είναι η πρόταση της Tomlinson. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτή η πρακτική δουλεύει και δυστυχώς αυτό δεν εμποδίζει τους υπεύθυνους του Υπουργείου να επαναλαμβάνουν διαρκώς και αδιαλείπτως τη συγκεκριμένη ιδέα.
Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι ότι απουσιάζει οποιαδήποτε πρόταση η οποία να αναφέρεται στην αύξηση των γνώσεων των μαθητών. Αν θες να γίνεις καλός αναγνώστης πρέπει με κάποιον τρόπο να αυξήσεις τις γνώσεις σου. Για παράδειγμα, τι καταλαβαίνω εγώ αν δω την πρόταση «Έπεσε το τείχος του Βερολίνου» και τι καταλαβαίνει οποιοσδήποτε μαθητής του Δημοτικού; Για να καταλάβεις αυτήν την πρόταση των 5 λέξεων πρέπει να ξέρεις γεωγραφία (Πού είναι το Βερολίνο και τι είναι), ιστορία (Πότε έγινε και ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση τότε), καθώς και πολιτική φιλοσοφία (τι ακριβώς σημαίνει αυτή η πτώση για τις πολιτικές ιδεολογίες).
Τέλος, επικεντρώνονται πολύ στην Α′ και στη Β′ Δημοτικού. Λυπάμαι, αλλά όσο καλή δουλειά και να γίνει σε αυτές τις τάξεις, η υποστήριξη των αδύναμων μαθητών πρέπει να συνεχιστεί και στις επόμενες. Υποθέτω ότι εστιάζουμε την προσοχή μας εκεί επηρεασμένοι από τις αγγλόφωνες χώρες. Ωστόσο, τα ελληνόπουλα μαθαίνουν πολύ πιο εύκολα να διαβάζουν σε σχέση με τα αγγλόφωνα παιδιά. Επιπλέον, και σε αυτές τις χώρες έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η υποστήριξη των αδύναμων μαθητών δεν τελειώνει στις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Με βάση τα όσα έχω γράψει για την αξία της γνώσης στην αναγνωστική κατανόηση γίνεται από όλους κατανοητό ότι απαιτείται πολύ μεγάλη δουλειά για να βελτιωθούν οι επιδόσεις των αδύναμων μαθητών.
ΥΓ: δείτε κι εδώ μια ανάλυση από τον πανεπιστημιακό, Δημήτρη Αναστασίου.
Σχόλια